Καλώς τες , καλώς τους

....

Sunday, March 11, 2007

Ένα κρεβάτι φτάνει


Λένε ότι το shopping θεραπεύει την μελαγχολία. Το δοκίμασα προχθές . Ήταν απόγευμα – το βράδυ έπεφτε στη Σταδίου. Μπήκα σ΄ ένα μαγαζί σαν υπνωτισμένος και αγόρασα ένα βίντεο. Πήρα το πιο ακριβό γιατί είχα πολύ πράγμα να αποσβέσω. « Τύλιξε μου το .» είπα στον πωλητή « θέλω να το πάω με τα πόδια».
Όταν βγήκα ξανά στην Κλαυθμώνος , τα πρώτα άστρα σκέπαζαν τους ανθρώπους – στις στάσεις τις βιτρίνες ,τους φωτισμένους δρόμους…
Στάθηκα στο φανάρι με το κουτί παραμάσχαλα και ξαφνικά δεν είχα διάθεση να περάσω απέναντι. Το shopping με πρόδιδε.
Κι όμως (λίγα χρόνια πριν) έπαιρνα χαρά όταν αποκτούσα ή έκλεβα κάτι. Ένιωθα ασφάλεια μέσα στα κεκτημένα μου. Μπορεί μικρός να εύρισκα ακατανόητη την μανία της μάνας μου να κλειδώνει στο άβατο της σαλοτραπεζαρίας όλα τα μικροαστικά της status symbol (σερβίτσια , χαλιά ,έπιπλα) ή να έβρισκα μίζερο τον αγώνα του πατέρα μου να αγοράσει ένα καλύτερο αμάξι. έλεγα ότι τα πράγματα αξίζουν για να τα χρησιμοποιείς να τα τσακίζεις – αλλά γνώρισα και εγώ την επιδεικτική τους γλύκα και κυρίως την καθησυχαστική τους δύναμη μέσα σ΄ένα δωμάτιο που το χτυπάνε σαν καταιγίδα οι ανασφάλειες. Οι δίσκοι ΜΟΥ, τα γκάτζετ ΜΟΥ, οι μηχανές ΜΟΥ – ήταν πάντα εκεί όταν κάποιος με πρόδιδε και με αγκάλιαζαν με τα αισθηματοποιημένα τσιπ τους. Τα πράγματά ΜΟΥ ήταν η επιθετική βιτρίνα μου- φθονούσα , βλέπετε , τα βόρεια παιδιά με τα cabrio και τα νεολουσάτα στούντιο στο Κολωνάκι , έδινα μισό μισθό μου για μια νύχτα στο Hotel des Palmes , ήμουν γνήσιο παιδί αυτής της μοντέρνας υπεκφυγής που με τη συσσώρευση αγαθών προσπαθεί να ξεχάσει ότι τα πράγματα που τον καίνε δεν μπορεί να τα κατέχει και ότι όσα και αν μαζέψει δεν θα τα πάρει μαζί του.
Η τάση αυτή που έπαθε παροξυσμό στα eighties σιγοκαίει ακόμη σαν πτοημένος πόθος σε κάθε μικροαστικό νοικοκυριό. Είναι μια τάση που την υποδαυλίζουν όλα τα lifestyle του πλανήτη , ικανοποιούν όλες οι αγορές , στηρίζουν όλες οι κυβερνήσεις – είναι ο σκληρός πυρήνας της αγοράς , το νόημα του Δυτικού κόσμου , ο λόγος για τον οποίο ζουν οι άνθρωποι μετά τα τριάντα. Η κατοχή των αγαθών,
Εγώ όμως μετά τα τριάντα απώλεσα όλες σχεδόν τις ψευδαισθήσεις για την ιδιοκτησία. Συμπτωματικά αυτό έγινε και τάση της νέας εποχής. Ακούω για ομάδες νέων παιδιών , παράξενες cults της Ευρώπης ,που απαρνούνται την ¨αρρώστια του πολιτισμού¨ παίρνουν ξανά τους δρόμους με τα υπάρχοντα τους σε ένα σάκο , ζουν σε κοινόβια στα λιβάδια της Σκοτίας ή σε κατειλημμένα σπίτια στο gamden – νέοι κυνικοί που περιφρονούν το χρήμα και τον επιπλωμένο κόσμο : Crusties , νέο-μπίτνικς , new age travellers ,κυβερνοχίπις ,νέο-μποέμ, νομάδες της νέας εποχής…
Τους συμπαθώ , αλλά δεν ανήκω σ ΄αυτούς . Εγώ δεν υποδύομαι τα πετεινά του ουρανού, ελπίζοντας ότι θα με επιπλώσει ο Κύριος. Ζω σε άδεια δωμάτια όχι από μια (όντως trendy) ¨κριτική του καταναλωτισμού¨, αλλά από την προσωρινή ,ελπίζω ,
καθήλωση μου στους θησαυρούς που είχα και έχασα. Τους έρωτές μου , τα είκοσι μου χρόνια και δύο τρία πρόσωπα που αγάπησα και πέθαναν. Αυτά θα ήθελα να κατέχω. ένα στρατό από σκιές και αισθήσεις. Ένα βίντεο στο DNA μου που να προβάλει επαναληπτικά μέσα μου τη σκηνή που αγαπηθήκαμε με πάθος , την εικόνα του νέου σώματός μου , το χαμόγελο του παππού μου που σιγά σιγά αρχίζω και ξεχνάω. Δεν το ελέγχω αλλά όταν βρέχει τις νύχτες του χειμώνα αισθάνομαι ένα αίσθημα οριστικό όταν , κουκουλωμένος στο κρεβάτι , σκέφτομαι τον παγωμένο αέρα στον τάφο του, το νερό που στάζει από το μαύρο πεύκο , τον ήχο της στάλας στον σταυρό , - κι άλλες φορές , μου είναι αβάσταχτο το φιάσκο του σώματος μου , τα μάτια που ωχραίνουν , το δέρμα που μαζεύεται ,το γυμνό μου κρανίο. Αλλά εκείνο που με πτοεί περισσότερο είναι ο μαρασμός του έρωτα (του κάθε έρωτα) που τον πίστευα αιώνιο (και που για μια στιγμή όντως τον κατείχα), η σκόνη που κολλάει στα δάχτυλα και μου υπενθυμίζει πως ότι κατέχεται δεν μπορεί να κατέχει κι ότι πεθαίνει δεν μπορεί να έχει καμιά χρονική αξίωση, κι ότι φθείρεται δεν μπορεί να κάνει την ομορφιά δική του – παρά μόνο να την προσκυνάει ,σαν συντετριμμένος πιστός.
Φαντάζομαι , βέβαια πως και εγώ κάποια στιγμή θα ωριμάσω ,σαν τους ευδαίμονες συνοδοιπόρους μου και θα παρηγορηθώ στο τιμόνι κάποιου δεκαεξαβάλβιδου . Αυτό άλλωστε είναι η ωριμότητα : να ξεχνάς τον ίλιγγο ενός φιλιού , ναρκωμένος από το τριπ της κοινωνικής δύναμης. Να βολεύεσαι με γκάτζετς και τίτλους ιδιοκτησίας ,έχοντας λησμονήσει πως είσαι ένα ασήμαντο κλάσμα στην άλγεβρα του θανάτου ή ότι η δόξα της ζωής σου (ο έρωτας η νεότητα ) ήταν η λάμψη μιας χημείας που δεν έλεγχες.
Μακάρι να συμβεί ! Πάντα το επιθυμούσα να ανήκω στον στρατό της κατοχής-να είμαι ένας μεθυσμένος γιάπης του Romeo ...να ζω μια ζωή ημιασυνειδητή κάτω από βουνά επίπλων και γελοίες υπεκφυγές. Αν δεν μπορείς να εφευρίσκεις ψευδαισθήσεις (φτηνές ή μεγαλειώδης , αδιάφορο) τότε είναι αδύνατο να ζήσεις αυτό το περίττωμα που είναι η ζωή. Υπό αυτή την έννοια οι ευδαιμονιστές μου βάζουν τα γυαλιά. Τους ζηλεύω! Ο ωμός ρομαντισμός ,τι παραπάνω μου προσφέρει εκτός από το να με κάνει λιώμα ;
Κάνω λοιπόν προπόνηση στην ιδιοκτησία αγαθών, χαϊδεύω το πολυτελές κουτί και διασχίζω τη Σταδίου, σα να΄ταν η Αχερουσία . ο αέρας του φθινοπώρου μου θυμίζει τις ζεστές θάλασσες του νησιού, μια ξαφνική καλοσύνη με πιάνει – κάτι παιδιά σκύβουν σε μια βιτρίνα και διαβάζουν φωναχτά τις τιμές.
Το ίδιο βράδυ συνδέω τα καλώδια και μπαίνω επιτέλους στην επικράτεια των σκιών. Αν όχι σύντομα ,σε λίγα χρόνια θα είμαι και εγώ μια από αυτές.
Κλείνω τα μάτια

Thursday, March 8, 2007

Μανουήλ Kομνηνός

Ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός
μια μέρα μελαγχολική του Σεπτεμβρίου
αισθάνθηκε τον θάνατο κοντά.Οι αστρολόγοι
(οι πληρωμένοι) της αυλής εφλυαρούσαν
που άλλα πολλά χρόνια θα ζήσει ακόμη.
Ενώ όμως έλεγαν αυτοί, εκείνος
παληές συνήθειες ευλαβείς θυμάται,
κι απ’ τα κελλιά των μοναχών προστάζει
ενδύματα εκκλησιαστικά να φέρουν,
και τα φορεί, κ’ ευφραίνεται που δείχνει
όψι σεμνήν ιερέως ή καλογήρου.

Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν,
και σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ
τελειώνουν ντυμένοι μες στην πίστι των σεμνότατα.

Το Πρώτο Σκαλί

Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μια μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω
κ’ ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Aλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ ανεβώ ο δυστυχισμένος.»
Είπ’ ο Θεόκριτος· «Aυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.»

Αντρέϊ Ταρκόφσκι

Στο κινηματογραφικό έργο «Αντρέϊ Ρουμπλιώφ» που γύρισε ο Αντρέϊ Ταρκόφσκι το 1966, παρουσιάζει τον ονομαστό ρώσο αγιογράφο του 15ου αιώνα, Αντρέϊ Ρουμπλιώφ, να αντιδρά στην κτηνωδία της εποχής του με τους πολέμους, τις λεηλασίες και τα βασανιστήρια με ένα τάμα σιωπής και απάρνησης της τέχνης του. Η σιωπή του, που είναι μια θέση, ένας υπόκωφος θρήνος, θα σταματήσει όταν ένας μικρός χύτης καμπανών, ταπεινός και αυτός δημιουργός, θα του ξαναδώσει την πίστη του στην τέχνη και τη δημιουργία.
Τελικά η βία δεν πρέπει και δε μπορεί να σταματήσει μια από τις πιο αυθεντικές εκφράσεις της αγάπης, τη δημιουργία. Ο σκηνοθέτης γράφει στο βιβλίο του «Σμιλεύοντας το χρόνο», Αθήνα 1987, σελ. 286, τα εξής: «Ο καλόγερος ο Ρουμπλιώφ, κοιτούσε τον κόσμο με απροστάτευτο, παιδικό βλέμμα και κήρυσσε την αγάπη, την καλοσύνη και τη μη βίαιη αντίσταση στο κακό. Και μολονότι η μοίρα τον οδήγησε να δει τις πιο βάναυσες, τις πιο σαρωτικές μορφές της βίας που εξουσίαζε τον κόσμο και τον οδήγησε στην απογοήτευση, στο τέλος επέστρεψε στην ίδια την αλήθεια, ανακάλυψε πάλι για τον εαυτό του την αξία της ανθρώπινης καλοσύνης, της άδολης αγάπης, που δεν λογαριάζει το κόστος – του μόνου δώρου που μπορούν να προσφέρουν οι άνθρωποι ο ένας στον άλλο».

Wednesday, March 7, 2007

Αντρέι Ρουμπλιώφ


Η φιλοξενία του Αβραάμ


Tuesday, March 6, 2007

Ο ύμνος της αγάπης

Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον. και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμι. και εάν ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντά μου, και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσομαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι. Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία. πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει. είτε δε προφητείαι, καταργηθήσονται. είτε γλώσσαι παύσονται. είτε γνώσις καταργηθήσεται. εκ μέρους δε γινώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν. όταν δε έλθη το τέλειον, τότε το εκ μέρους καταργηθήσεται. ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος ελάλουν, ως νήπιος εφρόνουν, ως νήπιος ελογιζόμην. ότε δε γέγονα ανήρ, κατήργηκα τα του νηπίου. βλέπομεν γαρ άρτι δι΄εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον. άρτι γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην. νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα. μείζων δε τούτων η αγάπη.
(Απ. Παύλου Α' Κορ.ιγ΄)

Αντρέι Ρουμπλιώφ - Άγγελος